- συνθετίζομαι
- Α [σύνθετος](αποθ.) διευθετώ κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνθετιζόμενοι — συνθετίζομαι arrange pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετισμός — Ζωγραφική σχολή που πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1889 και πήρε το όνομά της από ένα άρθρο του τεχνοκρίτη Αλμπέρ Οριέ (Aurier), που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Οι ζωγράφοι που ανήκανε στη σχολή αυτή είχαν ως εντευκτήριό … Dictionary of Greek